ὑποκριτικά

ὑποκριτικά
ὑποκριτικός
belonging to
neut nom/voc/acc pl
ὑποκριτικά̱ , ὑποκριτικός
belonging to
fem nom/voc/acc dual
ὑποκριτικά̱ , ὑποκριτικός
belonging to
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • υποκριτικός — ή, ό / ὑποκριτικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποκριτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόκριση (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει ὑποκριτικός», Αριστοτ.) 2. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, ψευδής (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις… …   Dictionary of Greek

  • αγαθοφανής — ές (Α ἀγαθοφανής) ο φαινομενικά, υποκριτικά αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + φανὴς < ἐφάνην, φαίνω] …   Dictionary of Greek

  • επιμεμορφασμένως — ἐπιμεμορφασμένως (Μ) [ἐπιμορφάζω] επίρρ. υποκριτικά, χωρίς ειλικρίνεια …   Dictionary of Greek

  • ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) …   Dictionary of Greek

  • θεοτούμπης — ο αυτός που προσκυνά υποκριτικά τον θεό με γονυκλισίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τούμπα] …   Dictionary of Greek

  • ιησουιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ιησουίτες 2. υποκριτικός. επίρρ... ιησουιτικώς και ά 1. κατά τον τρόπο τών ιησουιτών 2. υποκριτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jesuitic < jesuit (βλ. ιησουίτης). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κροκοδειλίζω — (Α κροκοδιλίζω και κροκοδειλίζω) [κροκόδειλος] συμπεριφέρομαι υποκριτικά σαν τον κροκόδειλο …   Dictionary of Greek

  • πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα …   Dictionary of Greek

  • ψευδοθεοσεβώ — έω, Μ υποκρίνομαι τον θεοσεβή, εμφανίζομαι υποκριτικά ως θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + θεοσεβῶ (< θεοσεβής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”