δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
υποκριτικός — ή, ό / ὑποκριτικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποκριτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόκριση (α. «υποκριτικές ικανότητες» β. «φύσει ὑποκριτικός», Αριστοτ.) 2. αυτός που υποκρίνεται, που προσποιείται, ψευδής (α. «υποκριτικά δάκρυα» β. «ψυχῆς κρᾱσις… … Dictionary of Greek
αγαθοφανής — ές (Α ἀγαθοφανής) ο φαινομενικά, υποκριτικά αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + φανὴς < ἐφάνην, φαίνω] … Dictionary of Greek
επιμεμορφασμένως — ἐπιμεμορφασμένως (Μ) [ἐπιμορφάζω] επίρρ. υποκριτικά, χωρίς ειλικρίνεια … Dictionary of Greek
ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) … Dictionary of Greek
θεοτούμπης — ο αυτός που προσκυνά υποκριτικά τον θεό με γονυκλισίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τούμπα] … Dictionary of Greek
ιησουιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ιησουίτες 2. υποκριτικός. επίρρ... ιησουιτικώς και ά 1. κατά τον τρόπο τών ιησουιτών 2. υποκριτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jesuitic < jesuit (βλ. ιησουίτης). Η λ.… … Dictionary of Greek
κροκοδειλίζω — (Α κροκοδιλίζω και κροκοδειλίζω) [κροκόδειλος] συμπεριφέρομαι υποκριτικά σαν τον κροκόδειλο … Dictionary of Greek
πεθαίνω — και αποθαίνω 1. παύω να ζω, αποθνήσκω, ξεψυχώ, τελευτώ («όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», Σολωμ.) 2. επιφέρω τον θάνατο, κάνω κάποιον να πεθάνει, συντελώ στο να πάψει κάποιος να ζει («τόν πέθαναν με τα βασανιστήρια») 3. αφαιρώ έμμεσα … Dictionary of Greek
ψευδοθεοσεβώ — έω, Μ υποκρίνομαι τον θεοσεβή, εμφανίζομαι υποκριτικά ως θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + θεοσεβῶ (< θεοσεβής)] … Dictionary of Greek